- δεδημευμένως
- δεδημευμένως επίρρ. (Α)με τρόπο κοινό, λαϊκό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. επίρρ., που σχηματίστηκε από τη μτχ. δεδημευμένος τού παρακμ. τού δημεύομαι (βλ. δημεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεδημευμένως — δημεύω seize as public property perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)